μολυβώνω

μολυβώνω
(Μ μολυβώνω) [μολύβι]
μολυβδώνω, καλύπτω εσωτερικά ή εξωτερικά με μολύβι, σφραγίζω ή επενδύω με μόλυβδο
νεοελλ.
1. λερώνω με μολύβι, σύρω ασκόπως γραμμές με μολύβι σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια
2. χαράσσω γραμμές σε χαρτί ή γράφω κάτι με μολύβι, υπογραμμίζω ή διαγράφω λέξεις ή στίχους κειμένου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μολυβώνω — μολύβωσα, μολυβωμένος, τραβώ γραμμές με μολύβι, μουντζουρώνω με μολύβι: Μολύβωσε όλα τα βιβλία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολιβούμαι — μολιβοῡμαι, όομαι (Α) βλ. μολυβώνω …   Dictionary of Greek

  • μολυβωτός — ή, ο [μολυβώνω] μολυβδωτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”